- χωματίζω
- 1. μετ. засыпать землёй (что-л.);2. αμετ. насыпать землю; делать, насыпь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωματίζω — ΝΑ [χῶμα, χώματος] συσσωρεύω χώμα, επιχωματώνω αρχ. περιβάλλω και προστατεύω με προχώματα … Dictionary of Greek
ἐχωμάτιζον — χωματίζω fortify with mounds imperf ind act 3rd pl χωματίζω fortify with mounds imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωματισμός — ο, ΝΑ [χωματίζω] η ενέργεια τού χωματίζω νεοελλ. συν. στον πληθ. οι χωματισμοί η εκτέλεση και το σύνολο τών εργασιών εκσκαφής, αναμόχλευσης, μετατόπισης και συσσώρευσης χωμάτων εν όψει τής κατασκευής ενός τεχνικού έργου, αλλ. χωματουργία αρχ.… … Dictionary of Greek
κεχωματισμένας — κεχωματισμένᾱς , χωματίζω fortify with mounds perf part mp fem acc pl κεχωματισμένᾱς , χωματίζω fortify with mounds perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχωματίζω — Α περιβάλλω, προστατεύω αγρό με περίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χωματίζω (< χῶμα, ατος)] … Dictionary of Greek
ἐγχωμάτισον — ἐν χωματίζω fortify with mounds aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)